Συζητώντας για το όργωμα και τη σπορά,τα παιδιά έφεραν στο σχολείο σπόρους από δημητριακά και όσπρια.
Τους παρατηρήσαμε με μεγεθυντικό φακό, τους ταξινομήσαμε και μάθαμε πώς λέγονται. Φτιάξαμε κι έναν πίνακα αναφοράς.
Επίσης συνθέσαμε το όνομά τους
Παρατηρήσαμε εικόνες και είδαμε πώς γινόταν το όργωμα στα παλιά χρόνια και πώς σήμερα
Κάναμε και ένα αντίστοιχο φύλλο εργασίας
και μια ομαδική εργασία
Μάθαμε τι χρειάζεται ένα φυτό για να μεγαλώσει
Γίναμε γεωργοί και φυτέψαμε τους δικούς μας σπόρους
Πειραματιστήκαμε με σπόρους που τους φυτέψαμε αλλά δεν τους ποτίζαμε, δεν είχαν αέρα και ήλιο.Φυσικά δεν αναπτύχθηκαν!
Δημιουργήσαμε ένα φύλλο καταγραφής της ανάπτυξης των σπόρων μας το οποίο συμπληρώναμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Διαβάσαμε το παραμύθι “Το σκιάχτρο ο Φοβέρας”
Στεκόταν το Σκιάχτρο ο Φοβέρας με τα χέρια τεντωμένα και τα κουρελιασμένα ρούχα του να ανεμίζουν απειλητικά στο φύσημα του αέρα. Η δουλειά του ήταν να φυλάει το αμπέλι και να διώχνει μακριά τα πεινασμένα πουλιά που έρχονταν για να φάνε τα σταφύλια. Ο Φοβέρας ήταν πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Από τότε που τον είχε στήσει ο κυρ-Γιώργης ο αμπελουργός ανάμεσα στα κλήματα ούτε ένα πουλί δεν είχε τολμήσει να τσιμπήσει έστω και μια ρώγα.Όλα το φοβόντουσαν τόσο πολύ! Ήταν το πιο άγριο σκιάχτρο της περιοχής!!! Ήταν ψηλό. Στηριζόταν σε δυο μεγάλα ξυλοπόδαρα και φορούσε ένα παλιό παντελόνι του αφεντικού του του κυρ Γιώργη κι ένα μακρύ παλτό, κάτω από το οποίο ένα γκρι πλεχτό πουλόβερ σκέπαζε τη χοντρή κοιλιά, την παραγεμισμένη με άχυρα. Στην κολοκυθοκεφάλα του είχαν ανοίξει δυο μεγάλες τρύπες για μάτια και μια άλλη για μύτη. Για στόμα είχε μια ζωγραφισμένη ίσια γραμμή από μαύρο κάρβουνο. Ο κυρ Γιώργης καμάρωνε για το άγριο σκιάχτρο του και ο Φοβέρας από την πρώτη στιγμή, που στήθηκε στη μέση του αμπελιού, ήταν περήφανος για τη δουλειά του. από κει ψηλά, που ήταν στημένος, μπορούσε να βλέπει γύρω του όλον τον κόσμο. Καμάρωνε τα παιδιά, που περνούσαν στο δρόμο και αγριοκοίταζε τα πουλιά, που πετούσαν. Όσο περνούσε όμως ο καιρός χωρίς και ο ίδιος να το καταλάβει, άρχισε να στενοχωριέται και να νιώθει μεγάλη μοναξιά.”Τι κρίμα να μην έχω ένα φίλο” έλεγε και ξανάλεγε. “Αν είχα ανθρώπινη φωνή θα παρακαλούσα τον κυρ Γιώργη να φτιάξει ακόμη ένα σκιάχτρο να μου κρατά συντροφιά ή θα φώναζα τα παιδιά να πούμε τραγούδια. Ουφ! κι αυτό το μακρύ παλτό πόσο με ζεσταίνει”. Σκέφτηκε να φωνάξει τα πουλιά κοντά του κι άρχισε να κουνάει τις κορδέλες που ήταν δεμένες στα χέρια του. Εκείνα όμως φοβήθηκαν περισσότερο και δεν πλησιάζαν. Για πρώτη φορά στη μικρή ζωή του το σκιάχτρο, ο Φοβέρας ήταν τόσο στενοχωρημένο. Εκείνη τη στιγμή μια σταγόνα νερού κύλησε στα μάγουλά του κι έφτασε ως το στόμα του. Να ‘ταν άραγε κάποια σταγονίτσα βροχής ή μήπως πετάχτηκε από το λάστιχο την ώρα που ο κυρ Γιώργης πότιζε; Μήπως… μήπως ήταν ένα αληθινό δάκρυ σκιάχτρου; Κανείς δε ξέρει να απαντήσει με σιγουριά. Ένα μόνο πράγμα είναι βέβαιο, ότι έγινε θαύμα, ένα μεγάλο θαύμα. Η σταγονίτσα κύλησε ως το στόμα του σκιάχτρου κι άρχισε να του αλλάζει σχήμα. Σιγά σιγά σχηματίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο που ξεκινούσε από το ένα του αυτί κι έφτανε ως το άλλο. Τα πουλιά είδαν το γελαστό πρόσωπο του Φοβέρα και τον πλησίασαν διστακτικά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος αργότερα. Φτερούγισαν δίπλα του, γύρω από το περίεργο κολοκυθοκέφαλό του, κάθισαν στα μακριά του χέρια, πέταξαν στο κιτρινισμένο ψάθινο καπέλο, τιτίβισαν χαρούμενα και του κελάηδησαν τα νέα του κόσμου όλου και τα χαιρετίσματα όλων των σκιάχτρων, που βρίσκονταν στα διπλανά αμπέλια. Ευτυχισμένος ο Φοβέρας ξέχασε τα καθήκοντά του κι άφησε ελεύθερα τα πουλάκια να τσιμπήσουν όσες ρόγες σταφυλιών ήθελαν. Επιτέλους είχε παρέα και ήταν πολύ χαρούμενος! Ο κυρ Γιώργης όμως ήταν θυμωμένος, πολύ θυμωμένος! Αν τα πουλιά έτρωγαν τα σταφύλια του, τι κρασί θα έφτιαχνε; Του έβγαλε, λοιπόν, το μακρύ ζεστό παλτό και τον πέταξε τον καημενούλη στην άλλη άκρη του χωραφιού. Στη θέση του έστησε ένα καινούριο σκιάχτρο. Ο Φοβέρας δεν έμεινε για πολύ μόνος.Τα πουλιά πέταξαν γρήγορα κοντά του να τον παρηγορήσουν. Εκείνος όμως έκλαιγε απαρηγόρητος. Τι θα έκανε τώρα; Ξαφνικά είχε μείνει χωρίς δουλειά, ήταν ένα λυπημένο, άνεργο σκιάχτρο. ‘Μη στενοχωριέσαι”, του λέει τότε μια πονετική σπουργιτίνα. “Θα σου βρω εγώ δουλειά. Θα κάνω τη φωλίτσα μου στο καπέλο σου κι όταν γεννηθούν τα παιδάκια μου θα τα προσέχεις και θα τους λες τις ιστορίες σου!”. Γέλασε χαρούμενος ο Φοβέρας γιατί η καινούρια του δουλειά τον ενθουσίασε, του άρεσε πολύ περισσότερο από την παλιά. Πολλές μέρες αργότερα, όταν έφτασε ο τρύγος στο αμπέλι του κυρ Γιώργη οι εργάτριες έκοβαν με προσοχή τα τσαμπιά κι οι εργάτες μετέφεραν τα γεμάτα καλάθια στο πατητήρι για να φτιάξουν το κρασί. Ξαφνικά φύσηξε ο αέρας δυνατά, άρπαξε το λουλουδάτο χρωματιστό μαντήλι μιας εργάτριας και το έριξε στους ώμους του Φοβέρα. Πόσο του πήγαιναν τα φωτεινά χρώματα του μαντηλιού. Τι όμορφος που ήταν! Τώρα πια ήταν όλο χαρές. Είχε πολλούς φίλους, μια καλή δουλεία και ήταν το πιο γλυκό και χαμογελαστό σκιάχτρο όλης της περιοχής!!! Τώρα πια ο Φοβέρας έχει ένα όνομα που δεν του ταιριάζει…Τι όνομα θα του ταίριαζε;
Τα παιδιά διάλεξαν νέο όνομα για το σκιάχτρο της ιστορίας μας.Το ονόμασαν γλυκούλη Σκιαχτρούλη!
Στη συνέχεια εικονογράφησαν το παραμύθι και το κάναμε βιβλίο.
Φτιάξαμε κι εμείς σκιάχτρα για να προστατεύουν τους σπόρους μας
Μάθαμε πώς από το σιτάρι γίνεται το ψωμί. Βάλαμε στη σειρά κάρτες με τη διαδικασία παραγωγής ψωμιού
Φτιάξαμε ποπ κορν και τα φάγαμε βλέποντας ταινία
Ζυμώσαμε ψωμί με τη βοήθεια της γιαγιάς ενός μαθητή μας και το ψήσαμε στο φούρνο της γειτονιάς. Σας ευχαριστούμε πολύ!
Στο Ολοήμερο πρόγραμμα
παρατηρήσαμε τον πίνακα” Το μέγα αρτοποιείον” του Θεόφιλου
και τον ζωγραφίσαμε
Επίσης φτιάξαμε το δικό μας φούρνο
Δημιουργήσαμε κουλουράκια, ψωμάκια, κριτσίνια κ.ά. με αλατοζύμη
φορέσαμε το σκούφο μας και αρχίσαμε το φούρνισμα
Τέλος όλοι μαζί δημιουργήσαμε “Το αλφαβητάρι του ψωμιού”